- πετζίν
- τὸ, Μβλ. πετσί.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πετσί — το / πετζίν, ΝΜ 1. δέρμα ανθρώπου ή ζώου, επιδερμίδα 2. κατεργασμένο δέρμα ζώου νεοελλ. φρ. α) «είναι πετσί και κόκαλο» είναι πάρα πολύ αδύνατος β) «τά γνωρίσαμε στο πετσί μας» έχουμε προσωπική, επώδυνη πείρα γ. «σηκώθηκε το πετσί μου» ένιωσα… … Dictionary of Greek